- γυψοπλάστης
- οθηλ. -ρια αυτός που κατασκευάζει γύψινα αντικείμενα, γυψάς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γυψοπλάστης — ο (θηλ. γυψοπλάστρια, η) (Μ γυψοπλάστης) αυτός που κατασκευάζει γύψινα αντικείμενα … Dictionary of Greek
γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… … Dictionary of Greek